Και θα φύγεις κι απ’το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη απο το κρίμα,
και δε θάβρει το κορμί μιά σπιθαμή
μεσ’τη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του το μνήμα
κάποιου σκέλεθρου πανάρχαιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιάν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
Θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψεις σαν την χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου κακού τη σκάλα –
για τ’ανέβασμα ξανά που σε καλεί
Θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν ω χαρά!
τα φτερά, τα φτερά τα προτινά σου τα μεγάλα!