Είπαν για τον Ιωάννη Καποδίστρια:
Και Πολιτικός Kαι Aσκητής;
Γίνεται να είσαι και πολιτικός και ασκητής; Ναι γίνεται!
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, και όταν ήταν υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και μεσουρανούσε στην ευρωπαϊκή διπλωματία έστελνε συνεχώς στην αγωνιζομένη Ελλάδα πολεμοφόδια και τρόφιμα και σπούδαζε με δικές του δαπάνες πολλούς Ελληνόπαιδες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, για να προετοιμάζει τους μορφωμένους επιστήμονες σε όλους τους κλάδους, που θα επάνδρωναν τις διάφορες υπηρεσίες του Ελληνικού κράτους μόλις θα ελευθερωνόταν από την τουρκική καταδυνάστευση.
Όταν το 1822 υπέβαλε την παραίτησή του από το υπουργείο, ο Τσάρος Αλέξανδρος δεν τη δέχθηκε και του έδωσε άδεια επ αόριστον, με όλα όμως τα προνόμια του αξιώματός του, εφόσον τυπικά το διατηρούσε. Στη Γενεύη που εγκαταστάθηκε έπρεπε να κατοικήσει σε “ένα μέγαρο, να έχει τέσσερις άμαξες και ικανόν υπηρετικόν προσωπικόν”. Ο Καποδίστριας κατοικούσε σε “δύο πτωχικά δωμάτια, είχε μόνο μία άμαξα και έναν
υπηρέτη”. Όταν οι πάντες, διπλωμάτες, αριστοκράτες και απλοί άνθρωποι τον ρωτούσαν κατάπληκτοι, εκείνος απαντούσε: “Όταν αφού εκτύπησα πρώτον τας θύρας των μεγάρων των πλουσίων ηναγκάσθην κατόπιν να κτυπήσω και τας θύρας των πτωχών ζητώντας τον οβολόν τους προκειμένου να στείλω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν έπρεπε να ημπορώ να τους λέγω: Έδωσα πρώτος εγώ τα πάντα. Κανόνισα να μη εξοδεύσω δια τον εαυτό μου και δια τον υπηρέτην μου περισσότερα, από 60 φράγκα τον μήνα. Όλον τον άλλον μισθόν μου τον στέλνω στην Ελλάδα…”.
Όταν έφτασε στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, προσφέρθηκαν να του δώσουν ανάλογο οίκημα ως κατοικία. Ο Καποδίστριας
δεν το δέχτηκε. Ήθελε να ζει απλά, συμμεριζόμενος την κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα. Με δικά του έξοδα διόρθωσαν απλές οικίες
στην Αίγινα και στον Πόρο, “χωρίς καμίαν επιβάρυνση των ιδιοκτητών”. Έδωσε εντολή να μην ανοίξουν τις αποσκευές που έφερε από τη Γενεύη και επίπλωσε το σπίτι που έμενε με “σιδηράν κλίνην και ξύλινον τραπέζιον”. Γι αυτό ο αντικαποδιστριακός Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι, όταν επισκέφτηκε τον Καποδίστρια έγραψε: “Ο μόνος στολισμός του κυβερνητικού …’μεγάρου’ είναι ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας και η λατρεία των Ελλήνων, με την οποία δικαίως τον περιβάλλουν”.
Όλα τα επίσημα ενδύματα δεν τα φόρεσε ποτέ. Ο γραμματέας του, Νικόλαος Δραγούμης, διηγείται το περιστατικό που συνέβη κατά την πρώτη
περιοδεία που έκανε στην Κόρινθο, αμέσως μετά την άφιξή του. Της όλης κυβερνητικής πομπής προηγούνταν ο ταχυδρομικός διανομέας Καρδάρας, που ήταν ενδεδυμένος με βελούδινο χρυσοκέντητο σεγκούνι. Ακολουθούσε έφιππος ο Κυβερνήτης, ντυμένος απλούστατα και κάτισχνος από την ταλαιπωρία και την κακήν διατροφή. Ο λαός που είχε παραταχθεί αυθόρμητα, νομίζοντας ότι ο Κυβερνήτης του ήταν ο λαμπροφορεμένος διανομέας, τον χειροκροτούσε με αμέτρητες εκδηλώσεις αγάπης. Στην αρχή όλοι διασκέδασαν. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, δεν το άντεξε. Πλησίασε τον Καποδίστρια και του είπε ότι ο λαός έπρεπε να γνωρίσει τον Κυβερνήτητου.
– Και τι θέλεις να κάμνω, Θεοδωράκη; απήντησε ο Καποδίστριας. – Η υπερεξοχότης σου να ενδυθεί την κυβερνητική της στολή.
Και ο Δραγούμης προσθέτει: “Οδήγησαν τον Κυβερνήτη είς τι παρακείμενον χάνιον και τον ηνάγκασαν να ενδυθεί την στολήν ήτις ουδαμώς διέφερεν της των δασονόμων της αντιβασιλείας”!
Ο γιατρός του, βλέποντάς τον τόσον καταβεβλημένο από τους αδιάκοπους μόχθους και αγώνες, του συνέστησε αυστηρά ότι έπρεπε να βελτιώσει την τροφή του. Και ο Καποδίστριας απάντησε: “Ουδέποτε θα επιτρέψω στον εαυτό μου βελτίωση της τροφής, παρά μόνον τότε όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε έν Ελληνόπουλο που να πεινά”.
Το Πανελλήνιο και η Γερουσία δύο φορές ψήφισαν τον μισθό που έπρεπε να δίνεται στον Κυβερνήτη. Και τις δύο φορές ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό.
“Τώρα, αυτά όλα σου τα λέω όχι γιατί νομίζω πως θα πρέπει να τα απομνημονεύσεις με κάθε λεπτομέρεια όλα, αλλά για να σου θυμίζω τι τεράστιο όγκο δουλειάς έβγαζε αυτός ο μεσόκοπος άνθρωπος, με το αιώνιο σκούρο του ρούχο και το λιτό φαγητό του, σκυμμένος σγτα χαρτιά του, από το χάραμα μέχρι την νύχτα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, τον ένα μήνα μετά τον άλλον, αδιάκοπα, χωρίς την παραμικρή αναψυχή, μόνος και αβοήθητος. Δεν είχε δίπλα του κανέναν που να μπορεί να μοιραστεί μαζύ του το όραμα μίας Ελλάδας κράτους ευρωπαϊκού, για να συζητούν οι δύο τουςτο πώς μπορούσε να το κάμουν πραγματικότητα. Κανέναν που να μπορεί να τον απαλλάξει από ένα μέρος τουλάχιστον της διπλωματικής εργασίας του. Ούτε καν να ξεγνοιάσει δεν μπορούσε, γιατί ήταν πολλοί, θλιβερά πολλοί εκείνοι που δεν το είχαν για κακό να μεταφέρουν στους πράκτορες των ξένων Δυνάμεων ό,τι άρπαζε το αυτί τους, ακόμη κι εκείνα που λέγονταν μέσα στο Πανελλήνιον, ή να βάζουν στο χέρι χρήματα ξένων. Να θυμόμαστε λοιπόν πως έχουμε να κάνουμε μ’έναν άνθρωπο που δεχόταν την μία απογοήτευση μετά την άλλη και συσσώρευε πάνω του κόπο, κι άλλο κόπο, απέραντο”.
Από το βιβλίο “1821, η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε” της Αθηνάς Κακούρη.