Άνθρωπος είμαι, τίποτα από τ’ανθρώπινα όλα
ξένο δεν είναι, και μπορεί να γνωριστώ και μ’όλα.
Κι αν κόσμος η πατρίδα μου, κι ο κόσμος μιά πατρίδα:
……
Όποιος τα πάντα εγνώρισε, τα πάντα θα μπορέσει. Κωστής Παλαμάς – συλλογή «ΒΩΜΟΙ».
- Και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή
Μαζί κι η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η Ψυχή!
- Είμ’ο ακέριος, είμ’η αλήθεια,
Είμ’εγώ τα δυό τα’αχώριστα
Σάρκα και ψυχή! Δωδεκάλογος του Γύφτου
Δεν είμαστε ούτε χριστιανοί, και ειδωλολάτρες ούτε.
Από σταυρούς κι από είδωλα να πλάσουμε ζητάμε
Τη νέα ζωή που είν’άγνωστο ακόμα τ’όνομά της. Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ
Αναρωτιέμαι μερικές φορές; είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Μούτρα. Ν’αντικρύζεις την ζωή με μούτρα. Την μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μην φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζύ σου.
Και να μην βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μην νοιώθεις καμμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στην ζωή σου, την καλή υγεία, δύο φίλους, μία αγάπη, μία δουλειά, μία δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στην θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν την ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.
Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μία πολύχρωμη μπουγάδα.
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα…
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα…
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει… Από το Παράπονο του Οδυσσέα Ελύτη