Ἡ λέξις «συνείδησις» ἔρχεται ἀπό τό ἀπαρέμφατο «συνειδέναι» τοῦ ρήματος «σύνοιδα».

 

    Τό «σύνοιδα» εἶναι παρακείμενος μέ σημασία ἐνεστῶτος, τοῦ ρήματος «συνείδω», (ἀπαντᾶται στόν ἀόριστο β΄: συνεῖδον).  

    «Συνείδω» σημαίνει «βλέπω ὁμοῦ μετά τινος// βλέπω εὐκρινῶς// ἐννοῶ, καταλαμβάνω (καταλαβαίνω)// κατανοῶ.

   Τό δέ «σύνοιδα» σημαίνει: ἔχω καί ἐγώ γνῶσίν τινος, συμμετέχω εἰς τήν γνῶσιν περί τινος, εἶμαι καί ἐγώ γνώστης πράγματός τινος, εἶμαι μεμυημένος εἴς τι[1].

 

   Βλέπουμε, λοιπόν, τήν πρώτη σημασία τῆς λέξεως νά ὁμιλεῖ περί γνώσεως, προερχομένης ἀπό ἐμπειρία αὐτόπτου (εἶδον), ἐπιβεβαιουμένη καί ἀπό ἄλλον//ἄλλους (συν+εἶδον).

    Αὐτό τό «σύν» κάνει ὅλην τήν διαφορά, προάγοντας τήν «εἴδησιν»-γνῶσιν σέ «συνείδησιν»-ἐπίγνωσιν  καί βεβαιώνοντας:  Ὁ ἔχων συνείδησιν εἶναι μέρος ὅλου.

    Ὁ δέ παρακείμενος μέ σημασία ἐνεστῶτος ἐπισημαίνει:

Δέν βλέπεις παρά μόνον ὅ,τι ἔχεις ἤδη γνωρίσει. Δέν γνωρίζεις παρά μόνον ὅτι ἔχεις ἤδη δεῖ.

 

   Ἔτσι λοιπόν, ἡ ὁμιλοῦσα  Ἑλληνική  γλῶσσα, μέ τήν λέξη «συνείδησις», δέν ἀντιστοιχίζει ἁπλῶς μία ἔννοια σέ μία λέξη ἀλλά μεταφέρει  τοῦτες τίς καταπληκτικές δηλώσεις, πού, καί μόνες αὐτές, εἶναι ἱκανές νά σέ βάλουν στόν δρόμο, πρός ἀναζήτηση Ἀληθείας.

  

     Ὁμιλῶν-ὁμιλοῦσα-ὁμιλόν, ἀπό τό «ὁμιλέω», πού σημαίνει συναναστρέφομαι ἤ/καί συνδιαλέγομαι.

    Μετά, τό «ὁμιλῶ» μέσα στίς συσκοτισμένες μας συνειδήσεις ἔμεινε «μιλάω»  καί λησμονήσαμε ν’ ἀκοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στίς συναναστροφές καί βρέθηκε καθένας μόνος του μέσα στό πλῆθος.


     Ἐάν ὁμιλεῖ  ἡ μητρική σου γλῶσσα ἤ ἡ γλῶσσα πού ἀγάπησες καί πού ἔμαθες νά σκέπτεσαι σ’αὐτήν, δέν μπορεῖς νά εἶσαι μόνος -ἐκτός κι ἄν τό θέλεις.

    Ἀκόμη καί ὅταν σιωπᾶς, τό Πνεῦμα πού δημιούργησε τόν λόγο σου καί διαμορφώθηκε ἀπ’ αὐτόν, σιωπᾶ μαζύ σου, σέ μιά συντροφική συμπαράσταση (συν+παρίσταμαι) πού ἴσως τήν ἑπόμενη στιγμή νά γεννήσει μιά καινούρια λέξη…

 

Προδημοσίευση ἀπό βιβλίο τῆς Πέγκυ Χριστοφῆ

[1] Κατά τό λεξικό Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Σταματάκου