Λεξικό Δημητράκου:
Αλληλεγγύη:
1. Η αμοιβαία, η υπέρ αλλήλων εγγύησις, η νομική σχέσις δύο ή περισσοτέρων προσώπων εκ των οποίων έκαστον ευθύνεται εκ της ενοχής δι’ολόκληρον το αντικείμενον αυτής.
Ενοχή> ενέχομαι: κείμαι εν τινι, περιβάλλομαι (καλύπτομαι) εντός τινος.
2. (κοινωνιολογία): η αμοιβαία εξάρτησις των μελών της κοινωνίας, καθ’ην η ιδία εκάστου και η του συνόλου ευημερία, προϋποθέτει την ευημερίαν του άλλου.
Αντίστασις:
1. Αντίδρασις, άμυνα εναντίον εκραγείσης στάσεως.
2. Η πράξις του ανθίστασθαι, εναντίωσις, άρνησις υποταγής // άμυνα κατά επιθέσεως.