Η ελληνική γλώσσα, «το βιολί της ανθρωπότητας», όπως την χαρακτηρίζει η Αμερικανίδα συγγραφέας, Έλεν Κέλλερ, υπήρξε ανέκαθεν το όργανο ανάπτυξης και διάδοσης του ελεύθερου πνεύματος των Ελλήνων, η «κιβωτός» που ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο φυλάσσοντας μέσα της αλλά ταυτόχρονα μοιράζοντας απλόχερα κάθε είδους μεγαλείο…
Εκτός ελλαδικού κράτους δίνεται τεράστιος αγώνας για την διατήρηση και εκ νέου εξάπλωση του ελεύθερου πνεύματος των Ελλήνων, μοναδικού αντίβαρου στον σκοταδισμό της παγκοσμιοποίησης. Εντός των τειχών δυσφημείται και χλευάζεται από δήθεν «μορφωμένους»…

Οι σύγχρονοι ψευτο-προοδευτιστές εφευρίσκουν συνεχώς νέα «κόλπα», προκειμένου να προκαλέσουν ανεπανόρθωτα πλήγματα στον φορέα αυτού του πνεύματος, που δεν είναι άλλος από την ελληνική γλώσσα. Αν μπορούσαν, μάλιστα, όχι μόνο θα την εξαφάνιζαν αλλά θα την έσβηναν παντελώς από την παγκόσμια ιστορία! Γιατί;

Γιατί γνωρίζουν αυτό ακριβώς… Τον όρο «παγκόσμιος»! Γιατί μόνο αυτός μπορεί να περιγράψει την πορεία της… Γιατί η Ιατρική, η Φιλοσοφία, η Ιστορία, η Αρχαιολογία, η Φυσική, τα Μαθηματικά, οι Τέχνες και κάθε τομέας της ανθρώπινης διανόησης το αποδεικνύει, κατακλυσμένος από τον χείμαρρο των λέξεων της.

Γιατί αυτή υπήρξε η βάση όλων των υπολοίπων γλωσσών. Και όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να την παραγκωνίσουν, να την αλλοιώσουν και να την εξαφανίσουν, πάντα θα υπάρχουν φωνές (και δυστυχώς κυρίως εκτός Ελλάδας) που θα την κρατούν ζωντανή και θα βροντοφωνάζουν την παγκόσμια εμβέλεια και συμβολή της.

Ένας εξ αυτών και ο Ελληνιστής Γάλλος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου, τέως πρόεδρος της Διεθνούς εταιρείας της Ιστορίας της ρητορικής (International Society for the History of Rhetoric ) και ακαδημαϊκός Laurent Pernot, ο οποίος σε συνέντευξή του στην Διδάκτορα Κλασσικής Φιλολογίας, Αλεξάνδρα Δήμου για την θέση της ελληνικής παιδείας στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων δήλωσε:

«η Ευρώπη οφείλει ένα τεράστιο χρέος στην Ελλάδα τόσο στον χώρο της διανόησης  όσο και του πολιτισμού (…)Eίναι σαφές πως οι Ευρωπαίοι πολίτες παραμένουν συνδεδεμένοι με τα ελληνικά, αν κρίνουμε από την επιτυχία που γνωρίζουν βιβλία αφιερωμένα στην αρχαία ελληνική σκέψη ή ακόμη από την επισκεψιμότητα των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα. Υπάρχει ακόμη μία επιθυμία για τα ελληνικά στην κοινωνία της Ευρώπης.

Στην περίπτωση των χωρών την Δύσης, αυτή η δραστηριότητα περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα ελληνικά και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Η Ελλάδα μας προσφέρει τις πολιτισμικές αναφορές στους τομείς της αισθητικής του ωραίου της διανόησης και της πολιτικής,  χωρίς τις οποίες οι πολίτες θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τον πολιτισμό μας. Προσφέρει τις ρίζες, την παράδοση, τη μνήμη κι αυτό είναι χρήσιμο σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη επιδιώκει  όλο και περισσότερο την ένωση και τη συνεργασία των πολιτών της. Αυτές τις ρίζες τις βλέπουμε κιόλας στο λεξιλόγιο : το ίδιο το όνομα της Ευρώπης κατ΄αρχήν είναι ελληνικό, όπως και οι λέξεις «δημοκρατία», «πολιτική», «οικονομία», «ιστορία», «φιλοσοφία», «θέατρο», «μαθηματικά», «βιολογία» κ.τ.λ., που έχουν περάσει στις ευρωπαϊκές γλώσσες.  Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις που προέρχονται από τα ελληνικά για να ονομάσουν τους πιο σημαντικούς τομείς στη ζωή τους. Αυτές οι λέξεις δεν είναι απολιθώματα, αντιθέτως περιγράφουν έναν τρόπο συμβίωσης των ανθρώπων στο παρόν και το μέλλον».

Ας δούμε ποια είναι η άποψη του καθηγητή Pernot: «Πρέπει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να εξακολουθήσει να προτείνει την αρχαία ελληνική γλώσσα (…)Και αυτό όχι για να δημιουργήσει ειδικούς φιλολόγους αλλά για να δώσει την δυνατότητα σε μαθητές που στην συνέχεια θα προσανατολιστούν σε κάθε είδους επαγγέλματα να γνωρίσουν την αρχαία ελληνική γλώσσα και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτή η επαφή με την ελληνική αλλά και με την λατινική γλώσσα  και γενικά με τις λογοτεχνικές σπουδές είναι σημαντική για την διατήρηση του πολιτισμού στην κοινωνία μας. Κατά καιρούς επανέρχονται προτάσεις για την κατάργηση των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευση και γίνεται πάντοτε η ίδια συζήτηση : από την μία πλευρά το ωφελιμιστικό επιχείρημα, ότι πρέπει να εξαλείψουμε από τα σχολεία τα μαθήματα που υποπτευόμαστε ότι δε χρησιμεύουν και από την άλλη η δίκαιη αγανάκτηση των εκπαιδευτικών, που βλέπουν στην καθημερινή άσκηση του επαγγέλματός τους την τεράστια συνεισφορά των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών στους μαθητές. Αυτή η συζήτηση προέρχεται από την ανικανότητα κατανόησης. Για να εξέλθουμε πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην κοινή βάση. Για να δημιουργήσουμε μία κοινότητα φωτισμένων  και υπεύθυνων πολιτών (γιατί αυτός είναι ο σκοπός του σχολείου) δεν μπορεί να μην ρίξουμε μια ιστορική ματιά σ΄αυτά που μας ενώνουν και πρώτ΄απ΄όλα στην γλώσσα».