Ο Ποιητής

Το χέρι που λάτρεψα

στους Αιώνες

το χέρι που φίλησα

ξανά και ξανά

αυτό μου κλείνει τα μάτια

σε ύπνο βαθύ ρίχνοντας τους φρουρούς μου

ξανά και ξανά

ρυθμικά κινώντας εμπρός τους

πέτρινα χρώματα

ηχηρά κουδουνίζοντας

μολεμένα αργύρια.

Ως εδώ.

 

Τρελός στους τρελούς

στην λύρα μου στρέφω

στους Αιώνες κοιτάζοντας πίσω τον δρόμο

να χαράξω απ’ αρχής την πορεία

σπυρί – σπυρί ταϊζοντας μόνος

την ψυχή μου Δικαιοσύνη:

 

Της αγχόνης αγλάισμα

των αθώων το πνεύμα

των μαρτύρων το αίμα

κρυμμένης Ουσίας,

οι ήρωες, οι άγιοι πολεμιστές μου.

Αίμα – πνεύμα νεκρών

κι η Ουσία εν δόξη,

γονατίζω εντός μου

και προσκυνώ.

Στάλα – στάλα συλλέγοντας

της ψυχής μου το αίμα

απ’ αρχής στους Αιώνες, Σε κάλεσα

κι έγινα, Κυρά μου, το Φως Σου.

 

Το Φως Σου κοιτάζει το χέρι,

αυτό που με πλάνεψε:

Δεν με κρατά πιά

δεν με γελάει.

Το φιλώ

και μεταμορφώνεται.

 

Π. Χριστοφή